φραγκόπαπας

φραγκόπαπας
ο
πληθ. -άδες, ιερέας των Φράγκων (καθολικών), καθολικός ιερέας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φραγκόπαπας — ο, Ν Ρωμαιοκαθολικός παπάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φράγκος + παπάς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”